- παρενσαλεύω
- παρεν-σᾰλεύω,A swing to and fro,
π. τοῖν ποδοῖν Ar.Pl.291
;π. πρὸς αὐλόν Philostr.VA2.13
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. τοῖν ποδοῖν Ar.Pl.291
;π. πρὸς αὐλόν Philostr.VA2.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρενσαλεύω — Α [ενσαλεύω] 1. κινούμαι εδώ κι εκεί 2. φρ. α) «μιμούμενος καὶ τοῑν ποδοῑν ὡδι παρενσαλεύων» τινάζω ψηλά τα πόδια και χορεύω β) «πρὸς αὐλὸν παρενσαλεύειν» χορεύω κατά την μελωδία τού αυλού … Dictionary of Greek
παρενσαλεύουσι — παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρενσαλεύω swing to and fro pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενσαλεύοντες — παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc nom/voc pl παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενσαλεύων — παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc nom sg παρενσαλεύω swing to and fro pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενεσάλευε — παρενσαλεύω swing to and fro imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενεσάλευσε — παρενσαλεύω swing to and fro aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρενσάλευσις — εύσεως, ἡ, Μ [παρενσαλεύω] το να κινείται κάτι εδώ κι εκεί, η ασταθής κίνηση, το τίναγμα («μαντικὴ παρενσάλευσις ποδῶν», Νικ.Χων.) … Dictionary of Greek